πόντος

πόντος
πόντος (-ος, -ου, -οιο, -ῳ, -ον.)
1 sea

ἐν πόντῳ O. 12.3

γᾶν τε καὶ πόντον κατ' ἀμαιμάκετον P. 1.14

ἐς βαθεῖαν πόντου πλάκα P. 1.24

ἀπὸ ναῶν ὅ σφιν ἐν πόντῳ βάλεθ' ἁλικίαν P. 1.74

βαθὺν πόντον περάσαις P. 3.76

ἐκ πόντου σαώθηP. 4.161

πόντου κελεύθους P. 4.195

πόντῳ τ' ἐρυθρῷ P. 4.251

καὶ μέλλεις ὑπὲρ πόντου Διὸς ἔξοχον ποτὶ κᾶπον ἐνεῖκαιP. 9.52

ὅσσους μὲν ἐν χέρσῳ κτανών, ὅσσους δὲ πόντῳ θῆρας ἀιδροδίκας N. 1.63

οὐρανοῦ βασιλῆες πόντου τ N. 4.67

ὃν Ψαμάθεια τίκτ' ἐπὶ ῥηγμῖνι πόντου N. 5.13

καὶ πέραν πόντοιο πάλλοντ' αἰετοί N. 5.21

πόντου τε γέφυρ' ἀκάμαντος (cf. I. 4.20) N. 6.39

πολλὰ μὲν ἐν κονίᾳ χέρσῳ, τὰ δὲ γείτονι πόντῳ φάσομαι N. 9.43

τρὶς μὲν ἐν πόντοιο πύλαισι λαχών at the Isthmus N. 10.27

ὀρνιχολόχῳ τε καὶ ὃν πόντος τράφει I. 1.48

καὶ πάγκαρπον ἐπὶ χθόνα καὶ διὰ πόντον βέβακεν ἐργμάτων ἀκτὶς I. 4.41

ἐριζόμεναι νᾶες ἐν πόντῳ I. 5.5

οἷοι δ' ἀρετὰν δελφῖνες ἐν πόντῳ I. 9.7

θεοδμάτα πόντου θύγατερ Delos fr. 33c. 2. ὀνομακλύτα γ' ἔνεσσι Δωριεῖ μεδέοισα [πό]ντῳ νᾶσος sc.

Αἴγινα Pae. 6.124

πόντου κενέωσιν λτ;γτ; ἂμ πέδον Pae. 9.16

πόντοιο Πα. 13. a. 4. ὠκύαλον τε πόντου [ῥ]ιπὰν ἐτάραξε (ὠκύαλον Νότου ῥιπὰν coni. Wil.) Παρθ. 2. 1. ἄστρα τε καὶ ποταμοὶ καὶ κύματα πόντου fr. 136. ἀκύμονος ἐν πόντου πελάγει fr. 140b. 16. ἐπερχόμενον τε μαλάσσοντες βίαιον πόντον ὠκείας τ' ἀνέμων ῥιπάς *fr. 140c. 2*. ὅσ' ἀγλαὰ χθὼν πόντου τε ῥιπαὶ φέροισιν fr. 220. 3. πόντον ἐρίβρομον ?fr. 351. ]τρέφεται καὶ ὅσ' ἐν πόντῳ[ P. Oxy. 2622, fr. 1. 13 ad ?fr. 346.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Πόντος — sea masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόντος — sea masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόντος — Επαρχία της Μικράς Ασίας, στο βόρειο τμήμα της Τουρκίας. Στα Β βρέχεται από τον Εύξεινο Πόντο, ενώ στα Α ορίζεται από την Κολχίδα, στα Δ από την Παφλαγονία και στα Ν από την Καππαδοκία. Ο Π. πήρε το όνομα αυτό και έγινε σημαντικός μόνο κατά τους… …   Dictionary of Greek

  • πόντος — ο (λ. ιταλ.) 1. το ένα εκατοστό του μέτρου, εκατοστόμετρο, δάχτυλος: Πέντε πόντους πάχος. 2. μονάδα μέτρησης σε παιχνίδι: Το παιχνίδι θα τελειώσει στους 100 πόντους. 3. θηλιά πλεχτού υφάσματος, κυρ. γυναικείας κάλτσας: Έφυγαν από την κάλτσα της… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Εύξεινος Πόντος ή Μαύρη θάλασσα — Εσωτερική θάλασσα (460.000 τ. χλμ.) που περικλείεται από την Τουρκία, τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία, την Ουκρανία, τη Ρωσία και τη Γεωργία. Συγκοινωνεί με τη Μεσόγειο θάλασσα με το στενό του Βοσπόρου, την Προποντίδα και τα στενά των Δαρδανελίων. Οι… …   Dictionary of Greek

  • Πόντω — Πόντος sea masc nom/voc/acc dual Πόντος sea masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόντω — πόντος sea masc nom/voc/acc dual πόντος sea masc gen sg (doric aeolic) ποντίζω plunge pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ποντίζω plunge imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ποντόω throw into the sea pres imperat act 2nd sg (doric aeolic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Евксинский Понт — (Πόντος Εΰξεινος) древнее название Черного моря. Раньше, по преданию, оно называлось П. Αξεινος, т. е. негостеприимным, по причине бурь; но когда, начиная с VII в., берега его покрылись греческими колониями, оно стало называться Е., т. е.… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • ποντόφιν — πόντος sea masc dat (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πόντε — Πόντος sea masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόντε — πόντος sea masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”